Dictionary of Greek. 2013.
ζαπτιές — ο (λ. τουρκ.), χωροφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαφτιές — ο βλ. ζαπτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαπτιές] … Dictionary of Greek