ζαπτιές

ζαπτιές
και ζαφτιές και ζαπτζής, ο
(στην τουρκοκρατία) υπεύθυνος για την τάξη, αστυνόμος ή χωροφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaptiye «αστυνομία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαπτιές — ο (λ. τουρκ.), χωροφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαφτιές — ο βλ. ζαπτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαπτιές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”